- μαχαιρίδα
- η (Α μαχαιρίς, -ίδος)νεοελλ.μαχαιρίδιο, μαχαιράκιαρχ.1. το πλατύ και βαρύ μαχαίρι τών κρεοπωλών2. πολεμικό όπλο, σπαθί ή ξίφος3. (γενικά) το μαχαίρι («τέμνοντα τῇ μαχαιρίδι τὰ φαρμασσόμενα τῶν κρεῶν», Πλούτ.)4. ξυράφι τού κουρέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + κατάλ. -ίς (πρβλ. κανθαρ-ίς, μαργαρ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.